καταφιλοσοφώ

καταφιλοσοφώ
καταφιλοσοφῶ, -έω (AM)
ερμηνεύω, εξηγώ φιλοσοφικά
αρχ.
1. νικώ κάποιον σε φιλοσοφική συζήτηση
2. αποδεικνύω κάτι με φιλοσοφικά επιχειρήματα
3. (κατά τον Ησύχ.) «καταφιλοσοφήσαντες
διὰ τῆς σιγῆς νικήσαντες».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταφιλοσοφῶ — καταφιλοσοφέω overcome in philosophizing pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταφιλοσοφέω overcome in philosophizing pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”